πλειονοψηφοφορία

πλειονοψηφοφορία
η, Α
η επικρατούσα αστρολογική επίδραση, πλειονοψηφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλείων, -ονος + ψηφοφορία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”